αλευρόκολλα

αλευρόκολλα
η
1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό)
2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλευρόκολλα — η κόλλα από αλεύρι και νερό που χρησιμοποιείται στη βιβλιοδεσία: Η αλευρόκολλα, για να ναι καλή, πρέπει να χει βράσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • αμυλόκολλα — η κόλλα που παρασκευάζεται από άμυλο, αλευρόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμυλο(ν) + κόλλα, απαντά δε για πρώτη φορά στο έγγραφο «Κανονισμός Ολυμπίων», το 1888] …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”